Το μικρό χελιδόνι τ’ Απρίλη
που έφερνε την Άνοιξη στ’ αγιόκλημα
δε θα βρει τη φωλιά του
στη στέγη μας, π’ ακούμπαγε ο ουρανός
μήτε το μελίσσι τα αγρού μας, το πάναγνο κρινάκι
που ευώδιαζε στο φράχτη!
δε θ’ ακουστεί φτερούγισμα, τραγούδι
στα μελένια σκαλοπάτια της κυψέλης
το παραθύρι μας, θα μείνει σφαλιστό στις ηλιαχτίδες
κι η πόρτα μας βουβή, σημαδεμένη για το (Πάσχα)!
- Αίμα και χολή – το νερό της πηγής μας!
Το δάκρυ της μάνας μας
γίνηκε ποτάμι πόνου, κραυγή ωκεανού
στο σύννεφο που σκέπασε τον ήλιο μας!
- Είμαι … τόσο μικρό! Ένα τόσο, δα αγγελάκι
φοβισμένο απ’ τον όλεθρο, τη φρίκη του Πολέμου
που πέταξε και κούρνιασε στης Παναγιάς,
την αγκαλιά!
Μάνα! Φύλαγε το όνειρο του αύριο! Μη χαθεί!
Μάνα! Πες μου Μάνα … πότε γεννήθηκα;
Πότε πέθανα;
Μάνα, που είναι ο Παράδεισος; Δεν μπορώ
την Κόλαση του κόσμου
Το γέλιο μας πέτρωσε στα χείλη
γίνηκε μάρμαρο λευκό, λιθόστρωτο του Άδη
μνήμα θυσίας που κοιμούνται αδελφωμένα,
τα περιστέρια της αυλής μας!
Και το μικρό μας σταυρουδάκι
φυλαχτάρι στο προσκεφάλι μας, κρεμασμένο τώρα
στο λαιμό του φεγγαριού μας!
Βλάστιασε ο σπόρος του χαμού μας,
στο στήθος της νύχτας!
- Εγώ, σας χαιρετώ και σας αφήνω “Γειά”!
Διαβαίνω το όριο, το συρματόπλεγμα
περπατώ σα μικρός Ιησούς, στη θάλασσα της
Αποκάλυψης!
Υ.Σ. 1ο Premio ex – aeu sellogo poesie inetite aetoriin edite eteri stranieri 9 Νοέμβρη 2008 Pentetera Ιταλία